εξιχνιαστής

εξιχνιαστής
ο [εξιχνιάζω]
αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξιχνιαστής — ο αυτός που εξιχνιάζει, ο ανιχνευτής, ο ιχνηλάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”